- νέανσις
- νέανσις, ἡ (Α)βλ. νέαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νέαση — η (Α νέασις και νέανσις) [νεώ (Ι)] η ανανέωση, η καλλιέργεια νέας, δηλ. χέρσας γης που ανασκάφηκε, που οργώθηκε ήδη με άροτρο ή με δικέλλα, κν. νιάσιμο … Dictionary of Greek